- ἄντρον
- пещера
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἄντρον — cave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άντρον — Κοίλωμα μέσα σε βράχο, σπήλαιο. (Ανατ.) Ονομάζονται έτσι ορισμένες κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος. Τα είδη των α. αυτών είναι: Ιγμόρειο ά.: κοιλότητα που βρίσκεται στην άνω γνάθο και είναι γνωστή επίσης και ως γναθιαίον ά. Μαστοειδές ά.:… … Dictionary of Greek
Δικταίον άντρον — Σπήλαιο της Κρήτης, στο οποίο, σύμφωνα με τη μυθολογία, γεννήθηκε ο Δίας. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Δίκτης σε υψόμετρο 1.000 μ. και υπάγεται στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου. Το σπήλαιο χαρακτηρίζεται για την επιβλητική του είσοδο, τα… … Dictionary of Greek
Ιδαίον άντρον — Σπήλαιο της Κρήτης στη βόρεια πλαγιά της Ίδης, στο οροπέδιο Νίδα. Εκεί κατά την παράδοση γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Δίας. Τα πολυάριθμα αναθήματα που βρέθηκαν εκεί μαρτυρούν ότι η λατρεία στο σπήλαιο άρχισε από την προϊστορική εποχή και… … Dictionary of Greek
Νεκέρ ντε Σοσίρ, Αλμπερτίν Αντρόν — (AlbertineNecker de Saussure, Γενεύη 1766 – Μορνέ, Άνω Σαβοΐα 1841). Ελβετίδα συγγραφέας και παιδαγωγός. Κόρη ενός διάσημου φυσιοδίφη, παντρεύτηκε τον Ζακ Νεκέρ, ανιψιό του υπουργού του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και υπήρξε ξαδέλφη της Κυρίας ντε Σταελ.… … Dictionary of Greek
Πανός άντρον — Σπήλαια της Αττικής καθιερωμένα στα αρχαία χρόνια ως ιερά του Πάνα. 1. Στη βορειοδυτική γωνία της Ακρόπολης της Αθήνας. Μπροστά στην είσοδό του υπάρχει στο βράχο μια στρογγυλή ρωγμή, ίσως ο τάφος του Ερεχθέα, που τον σκότωσε ο Ζεύς ή ο Ποσειδών.… … Dictionary of Greek
Σιμπλινί, Αντρόν Τομά Περντού ντε- — (Subligny). Γάλλος συγγραφέας (1636 1696). Ήταν δικηγόρος του γαλλικού Κοινοβουλίου και διακρίθηκε σαν ποιητής, μυθιστορηματογράφος και κριτικός. Από τα έργα του αξιολογότερα θεωρούνται: Το ποίημα Μούσα, η διάδοχος του θρόνου (1665 67), το… … Dictionary of Greek
τἄντρον — ἄντρον , ἄντρον cave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντρω — ἄντρον cave neut nom/voc/acc dual ἄντρον cave neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντρα — ἄντρον cave neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντροιο — ἄντρον cave neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)